Ο Antón Lamazares (Γαλικία, 1954) είναι Ισπανός ζωγράφος της ‘γενίας του ‘80’ μαζί με τους José María Sicilia, Miquel Barceló και Víctor Mira. Στα έργα του, σε ξύλο ή χαρτόνι, δημιουργεί μέσω της επεξεργασίας της επιφάνειας και μέσω του πειραματισμού με μπογιά και άλλα υλικά μια δική του γλώσσα. Το στιλ του εξελίσσεται από έναν αρχικώς παιχνιδίζων εξπρεσιονισμό, με κατεύθυνση την άτυπη τέχνη και την αφαίρεση. Στις τελευταίες του δουλείες διαφαίνεται μια μινιμαλιστική τάση, η οποία δημιουργεί τον διάλογο μεταξύ ψυχής και μνήμης, αισθησιασμού και πνευματικότητας, καθώς και μεταξύ ονειρισμού και ποίησης. Τα έργα του είναι παγκόσμια διαδεδομένα∙ έχουν εκτεθεί σε πολλές πόλεις διαφόρων ηπείρων και βρίσκονται σε συλλογές μεγάλων μουσείων όπως π.χ. στο Εθνικό Μουσείο Reina Sofía, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης της Γαλικίας και στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Μαδρίτης, καθώς και σε αρκετές ιδιωτικές συλλογές και ιδρύματα.

Τα πρώτα χρόνια: Ζωγραφική και Ποίηση
(Γαλικία, 1954-1977)

Ο Lamazares γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1954 στη Maceira, ένα χωριό στο Lalín (Pontevedra, Γαλικία)∙ η αγροτική περιοχή αφήνει βαθειά σημάδια στη φαντασία και στη δημιουργική ανάπτυξη του. Από το 1963 μέχρι το 1969 επισκέπτεται τη σχολή του φραγκισκανού μοναστηριού του Herbón και αφιερώνεται στην ανάγνωση κλασσικών στα λατινικά και τα ελληνικά. Τέλος της δεκαετιάς του εξήντα ξεκινά να γράφει ποίηση και γίνεται φίλος με τον συγγραφέα Álvaro Cunqueiro, καθώς και τους ζωγράφους Laxeiro και Manuel Pesqueira, οι οποίοι γίνονται οι πρώτοι μέντορες του. Αποφασίζει να αυτοδιδαχθεί τη ζωγραφική και το 1972 ξεκινά το πρώτο του καλλιτεχνικό ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου επικεντρώνεται στους Van Gogh, Paul Klee, Rembrandt και Joan Miró, και στους οποίους αργότερα προστέθηκαν οι Antoni Tàpies, Manuel Millares, Alberto Giacometti, Francis Bacon καθώς και η τέχνη του Μεσαίωνα και της Ωκεανίας.

Μετά την επιστροφή του, δουλεύει στη Βαρκελώνη ως εργάτης οικοδομής και συγκεντρώνεται κυρίως στις συλλογές ρωμανικής τέχνης του Μουσείου Marés και του Museu Nacional d'Art de Catalunya. Έπειτα ταξιδεύει στη Μαδρίτη, όπου συναντάται εκ νέου με το δάσκαλό του, Laxeiro. Γνωρίζει επίσης τον ποίητη Carlos Oroza, με τον οποίο η φίλια γίνεται για το ζωγράφο απαραίτητη: η ανταλλαγή μεταξύ ζωγραφικής και ποίησης αποτελεί μια σταθερά στα έργα του.

Το 1973, στην ηλικία μόλις των 19, συμμετέχει με τα έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Το 1975 αναγκάζεται να καταταχθεί στο Ναυτικό στο El Ferrol. Στις 27 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους συγκλονίζεται από την είδηση των τελευταίων εκτελέσεων υπό το καθεστώς του Φράνκο∙ ένας από τους κατηγορούμενους εκτελεσμένους ήταν και ο φίλος του Humberto Baena, 24 ετών από τη Pontevedra. Ο Lamazares πέφτει σε βαθειά κατάθλιψη και εισάγεται σε ψυχιατρική κλινική, όπου γράφει την ποιητική συλλογή Adibal.

Από τον Εξπρεσσιονισμό και την Arte Povera στη διπρόσωπη Ζωγραφική
(Μαδρίτη-Νέα Υόρκη, 1978-1989)

Το 1978 μετακομίζει στη Μαδρίτη και συννάπτει στενή φιλία με το ζωγράφο Alfonso Fraile, τον κριτικό τέχνης και ποιητή Santiago Amón και το νευρολόγο Alberto Portera, σύνδεσμο μιας μεγάλης ομάδας καλλιτεχνών –συγγραφέων, σκηνοθετών, μουσικών και ζωγράφων- οι οποίοι συναντιούνται κάθε σαββατοκύριακο στο εξοχικό του στο Mataborricos, όπου το 1979 ο Lamazares θα πραγματοποιήσει μία υπαίθρια έκθεση.

Η δεκαετία του 80 χαρακτηρίστηκε από την εντάτικη δουλειά και την διάδοση των έργων του: πριν κλείσει τα 30 του ο Lamazares κατείχε ήδη μία θέση στον ισπανικό και παγκόσμιο καλλιτεχνικό χάρτη. Στα έργα του προβάλλει φιγούρες παιχνιδιάρικες και ονειροπόλες, με εξπρεσσιονιστική διάθεση, έντονα χρώματα και μια δυναμική αυθεντικότητα. Η δουλειά του παρουσιάζεται στη γκαλερί της Juana Mordó στη Μαδρίτη, της Elisabeth Franck στο Βέλγιο και στη Sala Gaspar στη Βαρκελώνη. Μέσω της υποτροφίας Fulbright μετακομίζει για 2 χρόνια στη Νέα Υόρκη, η δουλειά του μεταλάσσεται σε μια καθαρή και προσανατολισμένη προς το υλικό σύλληψη και εκτίθεται στη νεοϋορκέζικη γκαλερί Bruno Fachetti. Μοιράζει το χρόνο του μέσω Νέας Υόρκης και Σαλαμάνκας.

Το 1988 ταξιδεύει στη Μικρά Ασία, για να επισκεφτεί το Ναό του Απόλλωνα στη Διδύμα, τιμής ένεκεν στον Υπερίων του Hölderlin, και στη Κωνσταντινούπολη. Εκεί εντυπωσιάζεται από τις βυζαντινές εκκλησίες και την αντιπροσωπευτικότητα τους, η οποία αντανακλάται στα καινούρια του έργα μέσω της παράθεσης κομματιών ξύλου στη γκαλερί Miguel Marcos. Το 1990 παράγει μία καινούργια σειρά, η οποία μπορεί να παρατηρηθεί και από τις δυο πλευρές και την ονομάζει bifrontes (διπρόσωπη).

Η γλυπτική τέχνη και τα μεγάλα μεγέθη
(Παρίσι-Μαδρίτη, 1990-2003)

Από το 1990 μέχρι το 1991 ο Lamazares εγκαθίσταται με μία υποτροφία του Cité des Arts στο Παρίσι και το 1991 ανοίγει ένα μεγάλο ατελιέ στη Μαδρίτη, στο οποίο δουλεύει πάνω στις σειρές Gracias vagabundas (Περιπλανόμενες Χάριτες) και Desazón de vagabundos (Ανησυχία των Αλήτων). Το 1993 γνωρίζει προσωπικά τον Tàpies και δημοσιεύει μία εκτενή συνέντευξη μαζί του με αφορμή την απονομή του Χρυσού Λέωντα στη Μπιενάλε της Βενετίας. Προσκεκλημένος του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης της Γαλικίας παραμένει από το Μαϊο μέχρι το Νοέμβρη στη Γαλικία και ζωγραφίζει εκεί τη σειρά Gracias do lugar: Eidos de Rosalía, Eidos de Bama (Γοητεία του Τόπου: Πεδία της Ροζαλίας, Πεδία της Μπαμάς). Από τον Ιούνιο μέχρι το Νοέμβρη του 1997 ζωγραφίζει στη Μαδρίτη τις σειρές Titania e Brao, ένα αφιέρωμα στο καστιλλιανό καλοκαίρι, και έπειτα τη σειρά Polen Adelán. Παράλληλα ασχολείται με την εικονογράφηση, όπως για τα πέντε κείμενα του Gustavo Martín Garzo στο βιβλίο El Canto de la Cabeza και για το βιβλίο Itinerarium του Egeria, το οποίο βραβεύθηκε ως το καλύτερο βιβλίο της χρονιάς από τη Le Monde Diplomatique. Το 2001 πραγματοποιεί μία μεγάλου μεγέθους έκθεση στο λιμάνι της A Coruña με τίτλο Un saco de pan duro (Ένα σακκί σκληρό ψωμί).

Η δουλειά του διακρίνεται και προωθείται απο το Πρόγραμμα «Ισπανική Τέχνη στο Εξωτερικό από το Υπουργείο Εξωτερικών» (SEACEX), μαζί με άλλών καλλιτεχνών όπως οι Antonio Saura, Martín Chirino, Joan Hernández Pijuan, Millares, Pablo Serrano, Jorge Oteiza και Tàpies. Ο Lamazares ταξιδεύει στη Φλωρεντία και στο Assisi για να μελετήσει έργα τέχνης της Αναγέννησης, καθώς και το σύμπαν του Άγιου Φραγκίσκου, του οποίου αφιερώνει τη νέα του σειρά Follente Bemil.

Από το Αφαιρετικό στον ποιητικό Μινιμαλισμό
(Βερολίνο, από το 2004)

Ο Lamazares μετακομίζει στο Βερολίνο το 2004. Μετά το θάνατο του πατέρα του ξεκινά τη σειρά έργων E fai frío no lume (Κάνει κρύο στη φωτιά). Πραγματοποιεί μεγάλες εκθέσεις στη Σλοβενία καθώς και στο μουσείο-εκκλησία Kiscelli στη Βουδαπέστη. Αργότερα κάνει τη σειρά Domus Omnia και δυο ακόμα συνεργασίες εικονογράφησης με ποιήματα του Oroza: το Deseo sin trámiteκαι το Un sentimiento ingrávido recorre el ambiente. Το 2008 λαμβάνει χώρα η έκθεση του με τίτλο Horizonte sin dueño (Ορίζοντες χωρίς ιδιοκτήτες) στην Εθνική Πινακοθήκη της Ιορδανίας (Αμάν) και η παρουσίαση του γραφιστικού του έργου στο Ινστιτούτο Θερβάντες στη Δαμασκό (Συρία), στην οποία ο ποιητής Taher Riyad του αφιερώνει την ποιητική συλλογή Cantos de Lamazares.

Το 2009 δείχνει τη δουλειά του στη Νέα Υόρκη- στο Queen Sofía Spanish Institute- και στο Orense της Ισπανίας, στο Κέντρο Τέχνης των Αντιπροσώπων. Παίρνει μέρος σε μια περιοδική έκθεση αφιερωμένη στον ποιητή Vicente Aleixandre και διακρίνεται με το βραβείο Laxeiro για το συνολικό του έργο και την παγκόσμια διάδοση του.

Το 2010 εκτίθεται η δουλειά του στην Εκκλησία του Πανεπιστημίου στο Santiago de Compostela, καθώς και στο διεθνές φεστιβάλ Play-Doc του Tui, όπου προβάλλεται το ντοκυμαντέρ Horizontes sin dueño. Η ταινία που σκηνοθετήθηκε από τα αδέρφια Nayra και Javier Sanz (Rinoceronte Films) κινείται γύρω από τη ζωγραφική, την ποίηση και τη φύση, όπως τα αντιλαμβάνεται ο Antón Lamazares.

 


 

 

 
© www.antonlamazares.com